φιλαλέξανδρος

φιλαλέξανδρος
φιλαλέξανδρος
admirer of Alexander
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φιλαλέξανδρος — ον, Α φίλος, θαυμαστής τού Αλεξάνδρου («ὁ... Καῑσαρ φιλαλέξανδρος ὤν», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + Ἀλέξανδρος] …   Dictionary of Greek

  • φιλαλέξανδρον — φιλαλέξανδρος admirer of Alexander masc/fem acc sg φιλαλέξανδρος admirer of Alexander neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλαλεξανδρότατος — φιλαλέξανδρος admirer of Alexander masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… …   Dictionary of Greek

  • φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”